- κυκνικός
- κυκνικός, -ή, -όν (Μ) [κύκνος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… … Dictionary of Greek